- χονδρίς
- χονδρ-ίς, ίδος, ἡ,A = ψευδοδίκταμνος, Plin.HN25.93, 26.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χονδρίς — ίδος, ἡ, Α είδος φυτού, αλλ. ψευδοδίκταμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μηκων ίς)] … Dictionary of Greek